Κονιάρος

Κονιάρος
και Κονιάρης, ο (Μ Κονιάρης και Κοϊνάρος)
Τούρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. (Ι) κόνιο με σίγηση τού αρκτικού -ι- + κατάλ. -άρος / -άρης (πρβλ. βογι-άρος, κελλ-άρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κονιάρος — κονιάρος, ο και κονιάρης, ο δημώδης ονομασία των Τούρκων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονιαροπατημένος — η, ο αυτός που πατήθηκε από τους Κονιάρους, που έχει υποδουλωθεί στους Τούρκους («μη μέ μαλώνεις, Κίσσαβε, κονιαροπατημένε», δημ. τραγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρ. όν. Κονιάρος + πατημένος (< πατάω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”